διαβαλοῦσ'

διαβαλοῦσ'
διαβαλοῦσα , διαβάλλω
throw
aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
διαβαλοῦσα , διαβάλλω
throw
fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
διαβαλοῦσι , διαβάλλω
throw
aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
διαβαλοῦσι , διαβάλλω
throw
fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
διαβαλοῦσι , διαβάλλω
throw
fut ind act 3rd pl (attic epic doric)
διαβαλοῦσαι , διαβάλλω
throw
aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
διαβαλοῦσαι , διαβάλλω
throw
fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”